απαργύρωση

απαργύρωση
η
φθορά ή αφαίρεση του ασημένιου επικαλύμματος από ένα πράγμα, ξασήμωμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απαργύρωση — η 1. η αφαίρεση του ασημένιου επιστρώματος ενός μεταλλικού αντικειμένου που γίνεται με φθορά ή απόσπαση 2. η μέθοδος αποχωρισμού του αργύρου από τον μόλυβδο …   Dictionary of Greek

  • απαργυρώνω — (Α ἀπαργυρῶ, όω) νεοελλ. κάνω απαργύρωση, αφαιρώ το ασήμι από κάποιο αντικείμενο αρχ. δίνω κάτι παίρνοντας αργύρια, πουλώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”